Categories
Ιούνιος

Το Κούγκι της ΕΟΚΑ στα Κούρδαλι

Σήμερα θα μιλήσουμε για τους τέσσερις ήρωες της ΕΟΚΑ που σκοτώθηκαν από ισχυρή έκρηξη ηλεκτρικής βόμβας που κατασκεύαζαν στο χωριό Κούρδαλι, της Πιτσιλιάς. Ήταν 20 Ιουνίου 1958, όταν γράφτηκε ακόμα μια δραματική ιστορία στις ένδοξες σελίδες του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου 1955-1959. Τα τέσσερα ηρωικά παλληκάρια ήταν: Ο Ανδρέας Πατσαλίδης, 28 χρονών, από τα Καννάβια. Ο Αλέκος Κωνσταντίνου, 23 χρονών, από το Βαρώσι, αλλά γεννήθηκε στην Κακοπετριά. Ο Κώστας Αναξαγόρα, από τα Σπήλια, 27 χρονών και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης, από τα Λειβάδια Πιτσιλιάς, 30 χρονών.

Ο Ανδρέας Πατσαλίδης ήταν παντρεμένος με την Ειρήνη και έκαναν δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Ανδρέα, που γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Ανδρέας Πατσαλίδης εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ και είχε αρκετές αποστολές στην περιοχή του. Φιλότιμος και δραστήριος αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στον Αγώνα. Ακόμα και το σπίτι του ήταν μέσο για τροφοδότηση πολεμοφοδίων στους αντάρτες. «Δεν κλαίω τον θάνατο του γιου μου. Τους ήρωες δεν τους κλαίνε», ήταν η ομολογία της μάνας τους Ανδρέα Πατσαλίδη.
* Ο Αλέκος Κωνσταντίνου ανήκε στο εκτελεστικό της ΕΟΚΑ και ήταν ήδη καταζητούμενος από τις βρετανικές δυνάμεις. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και αγαπούσε πολύ την Ελλάδα. Σαν μοναχοπαίδι, ήθελε να τελειώσει το σχολείο, να βρει δουλειά και να βοηθήσει οικονομικά τη μάνα του. Έτσι και έγινε, αλλά η δράση του στην ΕΟΚΑ δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τα όνειρά του, γιατί πάνω απ’ όλα ήταν η πατρίδα και η ελευθερία. Με τον ήρωα του αχυρώνα Λιοπετρίου Ηλία Παπακυριακού υπήρξαν αδελφικοί φίλοι και ο θάνατος του Αλέκου συγκλόνισε βαθιά τον Ηλία, που λίγο αργότερα έπεσε κι αυτός στη μάχη του Αχυρώνα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1958. Τον έθαψαν δίπλα στον Αλέκο Κωνσταντίνου.
* Ο Κώστας Αναξαγόρα καταγόταν από πολυμελή οικογένεια και εργαζόταν στο μεταλλείο Αμιάντου. Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν το υπέρτατο ιδανικό του. Αρραβωνιάστηκε με τη Μαρία Κλεάνθους από τα Σπήλια. Η δράση του σε ενέδρες και άλλες ριψοκίνδυνες υπηρεσίες στην οργάνωση ήταν αμέτρητες.


* Ο Παναγιώτης Γεωργιάδης ως καταζητούμενος βγήκε αντάρτης με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου. Η μοιραία συνάντηση με τους άλλους τρεις συναγωνιστές του Ανδρέα Πατσαλίδη, τον Μέλιο Κωνσταντίνου και τον Κώστα Αναξαγόρα, έγινε στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη στο Κούρδαλι. Εκεί μελετούσαν μαζί μια μεγάλη ηλεκτρική νάρκη πολύ δυνατής ισχύος. Κάτι δεν πήγε καλά και κατά λάθος πυροδότησε. Η έκρηξη σκότωσε ακαριαία τους τέσσερις ήρωες της ΕΟΚΑ, την 20ή Ιουνίου 1958. Η θυσία τους στον βωμό της ελευθερίας θα μείνει αθάνατη και δοξασμένη στις δέλτους της ιστορίας του κυπριακού Ελληνισμού.

Του Σοφοκλή Κωνσταντίνου

Πηγή: Simerini

Categories
Ιούνιος

Πέτρος Ηλιάδης: «Έχει η δάφνη μυρωδιά, Πέτρο μου, μα έχει και πικράδα».

Yπάρχουν ήρωες της ΕΟΚΑ, οι οποίοι δεν είναι τόσο γνωστοί, αλλά η θυσία και ο ηρωισμός δεν έχουν μέτρο και είναι σεβαστό και τίμιο να μνημονεύεται η προσφορά τους. Ο Πέτρος Ηλιάδης, από τον Αγρό, γεννήθηκε το 1932 και αφιέρωσε τα πιο ωραία του χρόνια στη χριστιανική πίστη και στην Ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα.Οι γονείς του ήσαν ο Ηλίας Λουκά και η Παναγιώτα Ηλία. Είχε πέντε αδέλφια: τον Ανδρέα, τη Φοινικού, την Κλεοπάτρα, την Ελλάδα και την Ελευθερία.


Απόφοιτος της Απεητείου Ανωτέρας Σχολής του Αγρού, έγινε μέλος της ΟΧΕΝ και εμπνεόταν από τα χριστιανικά ιδεώδη. Ο Θείος Λόγος, η Αγία Γραφή, τα κατηχητικά, του έδιναν δύναμη και αντοχή, ώστε με αυτά τα πνευματικά όπλα να ενταχθεί στην ΕΟΚΑ και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μακαριστός Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου υπήρξε ο πνευματικός του πατέρας. Στον αγωνιστικό τομέα, έδρασε στην ίδια ομάδα με τον Ιάκωβο Πατάτσο και τον Παναγιώτη Γεωργιάδη. Η μεταφορά οπλισμού και αλληλογραφίας ήταν από τα ριψοκίνδυνα καθήκοντά του. Στη συνέχεια εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως Λευκωσίας, με πλούσια δράση.


Ως νέος, με όλο το χριστιανικό του ήθος, αλλά και τον φλογερό πατριωτισμό του, μιλούσε στους συνομήλικούς του δείχνοντάς τους τον δρόμο της λευτεριάς, ενώ παράλληλα τους ωθούσε να γίνουν μέλη της ΕΟΚΑ.Όταν αποφοίτησε από τη σχολή, δούλεψε στη Λευκωσία στο παντοπωλείο του Ηρόδοτου Παναγίδη.


Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στις 14 Ιουνίου 1956, κοντά στο ταχυδρομείο Λευκωσίας, όταν επιχείρησε να ρίξει βόμβα εναντίον των Άγγλων, ένας Βρετανός φύλακας τον είδε και τον πυροβόλησε. Ο Πέτρος διέφυγε σοβαρά τραυματισμένος, αλλά σε κάποιο στενό κοντά στην πλατεία Μεταξά, έπεσε αιμόφυρτος. Εκεί τον βρήκαν οι Άγγλοι και τον κτύπησαν. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά το πρωί της 15ης Ιουνίου ο Πέτρος Ηλιάδης ξεψύχησε στα 24 του χρόνια.


Ολόκληρη η κοινότητα του Αγρού αποχαιρέτησε το παλληκάρι της μέσα σε βαρύ πένθος, αλλά και άμετρη υπερηφάνεια. Σήμερα, κοντά στην Απεήτειο Ανωτέρα Σχολή, υπάρχει η χάλκινη προτομή του για να θυμίζει στις επόμενες γενιές των Ελλήνων της Κύπρου ότι οι θυσίες των ηρώων δεν πάνε χαμένες. Στις 18 Μαΐου 2014, στον ιερό ναό Παναγίας Φανερωμένης, έγινε το ετήσιο μνημόσυνο των μελών της ΟΧΕΝ Λευκωσίας, που έπεσαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Ανάμεσα τους και ο ήρωας Πέτρος Ηλιάδης.

Πηγή: Simerini

*Την φωτογραφία εκμοντέρνισε η σελίδα μας.

Categories
Ιούνιος

Σαν σήμερα 06/06/1897 γεννήθηκε ο αρχηγός Διγενής

Ο Γεώργιος Γρίβας – Διγενής, Κύπριος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, είναι μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της νεότερης κυπριακής ιστορίας, με όχι μόνο αξιόλογο αλλά και καθοριστικό ρόλο. Η πιο σημαντική από τις δραστηριότητές του, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, ήταν η διεξαγωγή του τετράχρονου απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων (1955 – 1959) που άρχισε και διεξήχθη υπό την αρχηγία του.



Η σταδιοδρομία του: Ο Γεώργιος Θεοδώρου Γρίβας γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 6 Ιουνίου 1897, σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη της γεννήσεώς του (αν και στα χαρτιά του υπάρχουν ημερομηνίες γέννησης τον Ιανουάριο και τον Μάιο 1898) και πέθανε στη Λεμεσό στις 27 Ιανουαρίου 1974. Στο πλαίσιο μιας έρευνας την οποία διενήργησε ο συγγραφέας της βιογραφίας του Λεωνίδας Φ. Λεωνίδου, ο οποίος παρέθεσε σχετικές μαρτυρίες και έγγραφα, προκύπτει ότι ο στρατηγός, αν και καταγόταν από το Τρίκωμο (το οποίο και ο ίδιος θεωρούσε ως γενέτειρά του), ωστόσο είχε γεννηθεί στη Λευκωσία στις 6 Ιουνίου 1897. (Με το νέο ημερολόγιο, η ημερομηνία αυτή αντιστοιχεί προς την 24η Μαϊου, ωστόσο υπάρχει ένα ολόκληρο έτος διαφοράς από το έτος που και ο ίδιος ο στρατηγός θεωρούσε ως έτος γέννησής του, δηλαδή το 1898). Και μάλιστα σε συγγενικό του αρχοντικό, στην οδό Αξιοθέας αρ. 10 (συνοικία Χρυσαλινιώτισσας). Το σπίτι αυτό, που λόγω της πολύ ενδιαφέρουσας παραδοσιακής του αρχιτεκτονικής έχει κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο, συντηρήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια και αναπαλαιώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων (αρχοντικό Τουφεξή). Ο Λεωνίδας Φ. Λεωνίδου έχει ήδη κυκλοφορήσει τον πρώτο από τέσσερις τόμους μιας πλήρους βιογραφίας του στρατηγού Γρίβα, ο οποίος και καλύπτει την περίοδο από την γέννησή του (το 1897) μέχρι και το 1950 (δες Λεωνίδα Φ. Λεωνίδου, «Γεώργιος Γρίβας – Διγενής – Βιογραφία», τόμος πρώτος, Λευκωσία, 1995).



Στο χωριό του διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα και την αγάπη προς την Ελλάδα, η οποία τον οδήγησε να φύγει για την Αθήνα με σκοπό ν’ ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ενεγράφη στη Σχολή Ευελπίδων το 1916 και αποφοίτησε το 1919 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού. Με το βαθμό αυτό συμμετείχε στη μεγάλη Μικρασιατική εκστρατεία που κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1923 προήχθη σε υπολοχαγό, το 1926 σε λοχαγό, το 1938 σε ταγματάρχη και το 1941 σε αντισυνταγματάρχη. Στο μεταξύ τελειοποίησε τις στρατιωτικές του σπουδές με φοίτηση στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού των Βερσαλλιών, στη Σχολή Βολής Châlai – Sur – Marne και στις Ανώτερες Σχολές Πολέμου της Ελλάδας και της Γαλλίας. Κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε στις τάξεις του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, αρχικά στο γραφείο επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου και κατόπιν (1940 – 41) ως επιτελάρχης της 2ας μεραρχίας πεζικού.

Μετά τη γερμανική προέλαση και την ήττα της Ελλάδας, ο Γρίβας ίδρυσε τη μυστική οργάνωση «Χ», της οποίας ήταν και ο αρχηγός. Δεν μπόρεσε όμως να επιτύχει την αναγνώριση της μυστικής του οργάνωσης εκ μέρους του συμμαχικού στρατηγείου του Καΐρου (στο οποίο υπάγονταν διοικητικά οι μαχόμενες μυστικά στην κατεχόμενη Ελλάδα δυνάμεις) και δεν έτυχε υλικής ή ηθικής βοήθειας από τους συμμάχους, γιατί οι τελευταίοι θεώρησαν την «Χ» ύποπτη οργάνωση.



Ο Γρίβας κατηύθυνε την οργάνωσή του σε αντικομμουνιστικό αγώνα, έναν αγώνα που τον συνέχισε και κατά την πρώτη περίοδο αμέσως μετά την γερμανική κατοχή. Τη μεγαλύτερη μάχη τους εναντίον των Ελλήνων μαχητών του ΕΛΑΣ, οι άνδρες του Γρίβα, οι λεγόμενοι «Χίτες», την έδωσαν τον Δεκέμβριο του 1944, υπερασπιζόμενοι μέρος της κεντρικής Αθήνας.



Το 1945, ύστερα από δική του αίτηση, αποστρατεύθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη. Ίδρυσε τότε πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Χιτών, που πήρε μέρος στις πρώτες δυο μεταπολεμικές εκλογές. Στις βουλευτικές εκλογές στις 31 Μαρτίου του 1946 το «Κόμμα Χιτών Εθνικής Αντιστάσεως» συγκέντρωσε ποσοστό μόνο 0,17%. Στις εκλογές αυτές επικεφαλής του κόμματος των Χιτών είχε κατέλθει στενός συνεργάτης του Γρίβα, ο Κ. Ευσταθόπουλος. Ο ίδιος ο Γρίβας ηγήθηκε του συνδυασμού του κόμματός του στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές που έγιναν στις 5 Μαρτίου του 1950. Το κόμμα του, που μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Αγροτικόν Κόμμα Χιτών», εξασφάλισε ποσοστό μόνο 0,84%.



Μετά τις δυο αποτυχίες του στην πολιτική, ο Γρίβας την εγκατέλειψε και αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην προπαρασκευή του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου. Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ίδρυσαν την ΕΟΚΑ και ο Γρίβας ηγήθηκε του στρατιωτικού της σκέλους μέχρι και το 1959 όταν οι συμφωνίες Ζυρίχης -Λονδίνου επέβαλαν την κατάπαυση του πυρός.

Ο Γρίβας εφάρμοσε στον αγώνα κατά των Άγγλων τακτικές ανταρτοπολέμου επιφέροντας σοβαρές απώλειες στις βρετανικές υποδομές στην Κύπρο. Κατεύθυνε τον αγώνα έχοντας το στρατηγείο του σε διάφορες περιοχές του Τρόοδους. Προς το τέλος του αγώνα είχε τη βάση του κυρίως στη Λεμεσό.

Μετά τη λήξη του, επέστρεψε ξανά στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 1959, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Του απονεμήθηκε, μεταξύ άλλων, αναδρομικά ο βαθμός του αντιστράτηγου, η δε Βουλή των Ελλήνων τον τίμησε για τη διεξαγωγή του αγώνα των Κυπρίων ανακηρύσσοντάς τον «άξιον της Πατρίδος» στις 18 Μαρτίου του 1959. Επίσης, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ τον τίμησε με το παράσημο του Αποστόλου Βαρνάβα. Τον επόμενο χρόνο, στις 8 Οκτωβρίου 1960, αναμείχθηκε ξανά στην πολιτική και ανέλαβε την ηγεσία της Κ.Ε.Α. (Κίνησις Εθνικής Αναδημιουργίας). Παραιτήθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1961 και απεσύρθη από την πολιτική.



Μετά την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων (Δεκέμβριος του 1963 κ.ε.), ο Γρίβας ήλθε ξανά στην Κύπρο στις 9 Ιουνίου 1964 και ανέλαβε την αρχηγία των κυπριακών ενόπλων δυνάμεων. (Βλέπε Διάγγελμα Γρίβα)

Στις 28 Ιουνίου 1964 ειχε συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Από τη θέση αυτή αναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει το 1967 μετά την κρίση στην Κοφίνου και να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Ο θάνατος του βύθισε τον πανελλήνιο σε πένθος. Τάφηκε στην Λεμεσό, εκεί όπου ήταν και για αρκετό καιρό το κρυσφήγετο του.

Για τρίτη φορά ήλθε μυστικά στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1971, όπου ίδρυσε την μυστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ με σκοπό τη συνέχιση του αγώνα υπό καθεστώς παρανομίας για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εξαιτίας αυτής της ενέργειας βρέθηκε σε ολοκληρωτική ρήξη με τον Πρόεδρο και Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Παρέμεινε στην Κύπρο μέχρι το τέλος της ζωής του ζώντας κρυβόμενος σε διάφορα κρυσφήγετα κυρίως στην περιοχή Λεμεσού.

Ο Γρίβας εξέδωσε και τα ακόλουθα βιβλία:



Πολιτικαί Προβλέψεις, Αθήνα, 1947 (άρθρα και μελέτες που δημοσίευσε πιο πριν στην «Ἐφημερίδα τῶν Χιτῶν».
Ἀπομνημονεύματα ἀγῶνος ΕΟΚΑ, 1955 – 59, Ἀθήνα, 1961.
Ἀγών ΕΟΚΑ καί ἀνταρτοπόλεμος – πολιτικοστρατιωτική μελέτη, Αθήνα, 1962.
Χρονικόν Ἀγῶνος ΕΟΚΑ, 1955 – 59. Λευκωσία, 1972.

Categories
Ιούνιος

Σαν σήμερα 03/06/1996: Δολοφονείται από Τούρκους ο εθνοφρουρός Στέλιος Παναγή

Ο άτυχος Παναγή, το πρωϊνό της 3ης Ιουνίου 1996, εκτελέστηκε εν ψυχρώ με τρεις σφαίρες, την ώρα που εισήλθε στη νεκρή ζώνη, για να ανταλλάξει τζόκεϊ με Τούρκο στρατιώτη.

Σύμφωνα με ανάρτηση πολίτη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «συμπληρώνονται σήμερα 25 χρόνια από τη εν ψυχρώ δολοφονία του εθνοφρουρού Στέλιου Παναγή στο φυλάκιο ανατολικά των Κεντρικών Φυλακών στην περιοχή του Αγίου Αντρέα.

Ο Στέλιος Παναγή καταγόταν από το Νέο Χωριό Κυθραίας και σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με Τούρκο στρατιώτη από το απέναντι φυλάκιο. Οι δύο στρατιώτες συμφώνησαν να ανταλλάξουν στρατιωτικά τζόκεϊ, ωστόσο αντί αυτού, στήθηκε παγίδα ώστε να δολοφονηθεί».

Όπως αναφέρει, «ο Παναγή το πρωί της 3ης Ιουνίου 1996, εισήλθε στη Νεκρή Ζώνη φωνάζοντας ”καρντας” και αμέσως δέχθηκε τρεις πυροβολισμούς. Οι ΤΔΚ δεν άφησαν κανένα να πλησιάσει τον Παναγή με αποτέλεσμα να παραληφθεί 25 λεπτά μετά και να εκπνεύσει μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Οι γονείς του προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ασκώντας αγωγή εναντίον της Τουρκίας για τη δολοφονία του γιου τους. Το Σεπτέμβριο του 2009, το ΕΔΑΔ με απόφασή του καταδίκασε την Τουρκία για τη δολοφονία του Στέλιου. Η Τουρκία αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ και να αναλάβει όλα τα νομικά έξοδα.

Ο Στέλιος Παναγή ήταν και ο τελευταίος εθνοφρουρός που σκοτώθηκε από τις ΤΔΚ.

Πηγή: Neakypros

Categories
Ιούνιος

19/06/1956: Οι Άγγλοι πυρπολούν τα δάση, και η φωτιά στρέφεται εναντίον τους

Στις 19/06/1956, και ενώ συνεχίζονταν οι έρευνες στα βουνά, οι Άγγλοι πυρπόλησαν το δάσος για να κάψουν τον Διγενή και τους αντάρτες. Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσουν πύρινο αφανισμό δασών στην Πάφο, στην Πέρα Βάσα στο Αλονούδη, στα Γεφύρια και να καούν κατά επίσημη ανακοίνωση, 19 Άγγλοι στρατιώτες. Άλλοι 18 τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο Διγενής υπολογίζει ότι κάηκαν περισσότεροι από 60 Άγγλοι στρατιώτες αλλά και αξιωματικοί.

Κατά τις αφηγήσεις, η πυρκαγιά στράφηκε εναντίον τον εμπρηστών από αιφνίδια μεταβολή του ανέμου. Η φωτιά κυνηγούσε τους Άγγλους με ταχύτητα 30 Μ.Α.Ο. Αυτοκίνητα ανατινάχθηκαν, σκηνές αλλοφροσύνης ξετυλίχτηκαν, από τους στρατιώτες που πριν λίγο πανηγύριζαν για την αποτέφρωση των αγωνιστών, και πριν καν το καταλάβουν εγκλωβίστηκαν από την πύρινη κόλαση, που προκάλεσαν οι ίδιοι.

Οι Άγγλοι θα είχαν περισσότερους νεκρούς, αν δεν έσπευδαν να βοηθήσουν στην κατάσβεση του πυρός, εκατοντάδες χωρικών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Άγγλοι πυρπολούσαν δάση, για να κάψουν αγωνιστές.

Categories
Ιούνιος

12/06/1958: Οι εγκέφαλοι της σφαγής στο Κίονελι

Πέμπτη 12 Ιουνίου 1958. Την ημέρα εκείνη διαπράχθηκε ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα στο μικρό νησί μας. Ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από την αγγλο-τουρκική συμμαχία και με θύματα οκτώ Κοντεμενιώτες που σφαγιάστηκαν σαν αρνιά από τους Τουρκοκύπριους του Κιόνελι.

Ως ύποπτοι για το φονικό συνελήφθησαν 9 Τουρκοκύπριοι, και η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουνίου όμως σύμφωνα με πρόσωπο του οποίου ο πατέρας σκοτώθηκε στην ενέδρα, αποφασίστηκε όπως το πόρισμα της έρευνας να μην δοθεί στη δημοσιότητα μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Η απόφαση εκδόθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1958 όπου το αποτέλεσμα της δίκης ήταν αθωωτικό για τους Τουρκοκύπριους.

Εγκέφαλοι του φρικιαστικού εγκλήματος ήταν οι, Βρετανοί αξιωματικοί, Henry John Burge, George Henry Green, o Tsasler, και ο Τουρκοκύπριος, Assim Errol.

Categories
Ιούνιος

12/06/1958: Η σφαγή του Κιόνελη

Πέμπτη 12 Ιουνίου 1958. Την ημέρα εκείνη διαπράχθηκε ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα στο μικρό νησί μας. Ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από την αγγλο-τουρκική συμμαχία και με θύματα οκτώ Κοντεμενιώτες που σφαγιάστηκαν σαν αρνιά από τους Τουρκοκύπριους του Κιόνελι. Ως ύποπτοι για το φονικό συνελήφθησαν 9 Τουρκοκύπριοι και η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουνίου όμως σύμφωνα με πρόσωπο του οποίου ο πατέρας σκοτώθηκε στην ενέδρα, αποφασίστηκε όπως το πόρισμα της έρευνας να μην δοθεί στη δημοσιότητα μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Η απόφαση εκδόθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1958 όπου το αποτέλεσμα της δίκης ήταν αθωωτικό για τους Τουρκοκύπριους.

Εγκέφαλοι του φρικιαστικού εγκλήματος ήταν οι, Βρετανοί αξιωματικοί, Henry John Burge, George Henry Green, o Tsasler, και ο Τουρκοκύπριος, Assim Errol.

Categories
Ιούνιος

10/06/1955: Ο μυστικός γάμος του Γρηγόρη Αυξεντίου

Το μοναστήρι της Αχειροποιήτου, που το Καθολικό του είναι αφιερωμένο στον Άγιο Μανδήλιον, χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, αν και τα κτίσματά του, σύμφωνα με τους ειδικούς, αρχίζουν από τον 6ο αιώνα και πάνε μέχρι τον 15ο αιώνα. Βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της βυζαντινής πολιτείας της Λάμπουσας, στην ακροθαλασσιά, μεταξύ Λαπήθου και Καραβά.   Σε αυτό το μοναστήρι έμελλε να τελεστεί τη νύκτα της 10ης Ιουνίου 1955 ένας γάμος παράξενος, που θα έμενε κρυφός στα δύσκολα επαναστατικά χρόνια του αγώνα του λαού μας για λευτεριά, του 1955 – 1959, και θα τον ανακοίνωνε μετά το τέλος του αγώνα ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ στις 9 Ιουνίου 1959. Πρόκειται για τον γάμο του λεοντόκαρδου παιδιού της Λύσης, του Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου, του δοξασμένου «Ζήδρου» της ΕΟΚΑ με τη μέχρι τότε μνηστή του Βασιλική, γέννημα και αυτή της ηρωογεννήτρας Λύσης.
Τη μέρα που άρχιζε ο ένοπλος αγώνας για λευτεριά της Κύπρου, την 1η Απριλίου 1955, ο Γρηγόρης και η ομάδα του βρέθηκαν να επιτίθενται δυναμικά ενάντια στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του δυνάστη, στη Δεκέλεια, με σκοπό να ανατινάξουν τις πετρελαιοδεξαμενές που βρίσκονταν εκεί. Κάποιο όμως βραχυκύκλωμα οδηγεί σε αποτυχία την απόπειρα και έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του πρώτου αγωνιστή της ΕΟΚΑ, του Μόδεστου Παντελή. Στο σκόρπισμα της ομάδας έπεσε εκεί, στο μέρος της επίθεσης, η ταυτότητα του Γρηγόρη, χωρίς να το αντιληφθεί ο ίδιος.   Οι Άγγλοι τη βρήκαν και τον αναζητούν παντού. Ο ίδιος αφού πήγε κρυφά στο πατρικό του σπίτι, έλαβε την ευχή του πατέρα του και ένα περίστροφο που το είχε φυλαγμένο εκεί και έφυγε καταζητούμενος αντάρτης να πολεμά για λευτεριά ή θάνατο. Κυνηγημένος έφθασε στις 3 Απριλίου 1955 στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου στον Καραβά που τα κελιά του χρησιμοποιούνταν τότε ως χώρος συγκέντρωσης και εκπαίδευσης των ομάδων αγωνιστών της περιοχής και οπλοστάσιο της Οργάνωσης.   Εκεί, πότε λημέριαζε σε ένα κελί της Μονής και πότε σε σπίτι κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης του Καραβά, που ανήκε στον Κυριάκο Τζίρκου, αδελφό του παπά Ιακώβου Τζίρκου, ευσεβούς εφημερίου της ενορίας Αγίας Ειρήνης Καραβά και φλογερού πατριώτη που είχε υπό την εποπτεία του το μοναστήρι της Αχειροποιήτου και λειτουργούσε σ’ αυτό κάθε Δευτέρα. Από την περιοχή του Καραβά, ο Γρηγόρης Αυξεντίου ακάματα περιέτρεχε τον τομέα που του εμπιστεύτηκε ο Αρχηγός Διγενής και που εκτεινόταν από τον Κορμακίτη και τα Λιβερά μέχρι της Καλογραίας και της Ακανθούς τα μέρη και πιο πέρα, από τη μια και από την άλλη μεριά του Πενταδάκτυλου. Στρατολογούσε αγωνιστές, τους εξασκούσε στα όπλα, τους καθοδηγούσε και τους έφτιαχνε ατρόμητους πολέμαρχους, από φιλήσυχους και απειροπόλεμους πολίτες που ήσαν.
Ο αγώνας προχωρούσε και πλήθαιναν και οι κίνδυνοι. Καθημερινά ο χάροντας έστηνε καρτέρι για να αρπάξει το ανδρείο το παλικάρι. Περί τα τέλη Μαΐου 1955, ο Γρηγόρης προέβλεπε ένταση του αγώνα και άδηλη τη μέρα λήξης του, αλλά και την έκβασή του. Θεώρησε χρέος του να ζητήσει να τελεστεί ο γάμος του με τη μέχρι τότε μνηστή του Βασιλική, έστω και κρυφά, εκεί στα μαρμαρένια αλώνια της τιμής. Προσωπικότητα θρησκευτική που ήταν, δεν δεχόταν να φύγει από τη ζωή χωρίς να αφήσει ένα τιμημένο όνομα στην κόρη που τόσο αγαπούσε. Έστειλε επιστολή στον Αρχηγό Διγενή, του εξέθεσε τις σκέψεις του για τον γάμο του με τη Βασιλική και πήρε την άδεια του Αρχηγού.   Με μήνυμά του προς τον Οικονόμο Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου, εφημέριο της εκκλησίας της Παναγίας της Φανερωμένης στη Λευκωσία, τον παρακάλεσε να τα κανονίσει, να ειδοποιήσει τη μνηστή του Γρηγόρη, Βασιλική, και να φροντίσει να τη φέρει μυστικά στον τόπο που του υπέδειξε πως ήθελε να τελέσουν τους γάμους τους. Συνάμα τον παρακάλεσε να τελέσει ο ίδιος και το μυστήριο του γάμου. Ο Παπασταύρος, όπως γράφει στο βιβλίο του «Η μαρτυρία μου», σελ. 287 – 288, κάλεσε στη Λευκωσία την κ. Ελένη Κασσιανού από τη Λύση, της ανακοίνωσε την επιθυμία του Γρηγόρη και συνάμα, πώς να φροντίσουν να μεταφέρουν μυστικά τη Βασιλική, στον τόπο που θα γινόταν ο γάμος.   Έτσι, τη 10η Ιουνίου 1955, μετά που ο ήλιος βασίλευσε στα καταγάλανα νερά της πολύβουης θάλασσας των Λιβερών και το σκοτάδι σκέπασε τη φύση από ψηλά, απ’ τα δασωμένα τα βουνά, πάνω απ’ της αμφιθεατρικής Λαπήθου και του μαγευτικού Καραβά τα μέρη, μέχρι κάτω, στα απομεινάρια της βυζαντινής Λάμπουσας τις θαλασσοφίλητες ακτές, σαν τα τιτιβίσματα των πουλιών σταμάτησαν στους θαλερούς λεμονόκηπους και ακούστηκε του γκιώνη η φωνή και του γρύλλου ο θρήνος, σιγά-σιγά, σαν φαντάσματα, σαν άγρια γεννήματα της νύκτας, ξεπροβάλλουν από τους αρχαίους τάφους, τα γνωστά «καταλύματα» της Λάμπουσας, του «Ζήδρου» πάνοπλα τα παλικάρια και λαμβάνουν επίκαιρες θέσεις, γύρω από το μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Είναι έτοιμα να δώσουν και αυτήν τη ζωή τους για να προφυλάξουν τον αρχηγό τους, που ενώπιον Θεού και ανθρώπων θα στεφανωθεί την εκλεκτή της καρδιάς του.   «Πάτερ μου, καλό βόλι να μου ευχηθείς»!

Η Βασιλική από νωρίς βρίσκεται σε ένα κελί της Αχειροποιήτου και με αγωνία, αλλά και με ανυπομονησία, περιμένει τον αγαπημένο της. Τη μετέφερε από τη Λύση στη Λευκωσία, με φροντίδα του Παπασταύρου, το στέλεχος της ΟΧΕΝ και αγωνιστής της λευτεριάς Ανδρέας Μαλέκος, μαζί με την κ. Ελένη Κασσιανού, και από τη Λευκωσία τις πήρε με το αυτοκίνητό του στη Μονή της Αχειροποιήτου άλλος αγωνιστής, ο Χρήστος Αγρότης. Στις 9.45 μ.μ. φθάνει στη Μονή πάνοπλος κι ο Γρηγόρης με το αυτοκίνητο του άξιου αγωνιστή Παξιαβάνη.

Γίνεται συσκότιση στο δωμάτιο όπου θα γινόταν το μυστήριο. Στο δωμάτιο ανάβει μόνο ένα αγιοκέρι. Στη μέση βρίσκεται ένα μικρό τραπέζι και πάνω του το Ιερό Ευαγγέλιο και δυο στεφάνια από κλαδιά ελιάς. Καθισμένοι, περιμένουν ο Παπασταύρος με την Πρεσβυτέρα του Γιαννούλα. Πρώτη ανεβαίνει στο δωμάτιο που θα γινόταν ο γάμος, η Βασιλική με την κ. Κασσιανού. Δεν φορεί άσπρο νυμφικό, αλλά ένα απλό καλοκαιρινό φόρεμα. Σε λίγο εισέρχεται και ο Γρηγόρης  με την αντάρτική του στολή. Τον συνοδεύουν οι αγωνιστές αδελφοί, Θεόφιλος (Φιλής) και Ηρακλής Χατζηδαμιανού.

Πριν αρχίσει το μυστήριο του γάμου, διαπιστώθηκε ότι ο Γρηγόρης δεν είχε αρραβώνα! Πρόθυμα ο παρευρισκόμενος αγωνιστής Χρήστος Αγρότης βγάζει τη δική του βέρα και την προσφέρει στον Γρηγόρη. Πήραν θέσεις παρανύμφων οι Φιλής Χατζηδαμιανού και Ανδρέας Μαλέκος, δίπλα από τον γαμπρό, και οι κυρίες Ελένη Κασσιανού και Γιαννούλα Παπασταύρου (Πρεσβυτέρα), δίπλα από τη νύμφη. Μόλις ο ιερέας Παπασταύρος άρχισε να διαβάζει τις πρώτες ευχές, ο Γρηγόρης με ευλάβεια έκανε τον σταυρό του, έβγαλε τα τιμημένα όπλα του και τα έδωσε στον συναγωνιστή του Ηρακλή να του τα φυλάει, και ευλαβικά πρόσεχε τα λόγια που διάβαζε ο ευσεβής Λευίτης. Παράξενα αντηχούν του γάμου οι ευχές στο χώρο τούτο.

Δεν μοιάζουν με γάμου ευχές, αλλά με μοιρολόι χωρισμού και θανάτου. Τα κλωνάρια της ελιάς που στεφανώνουν το παλικάρι και την κόρη, μοιάζουν με ακάνθινα στεφάνια μαρτυρίου. Όταν ο παπάς διάβαζε το απόσπασμα μιας από τις ευχές, «Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω», δάκρυα κυλάνε από τα μάτια του παλικαριού και της κόρης. Το αντιλαμβάνονται και οι παρευρισκόμενοι και δακρύζουν και αυτοί. Σαν το μυστήριο τέλειωσε και ο παπάς φίλησε το ζευγάρι και του ευχήθηκε προκοπή και καλή πρόοδο, το παλικάρι απάντησε: «Πάτερ μου, καλό βόλι σε παρακαλώ να μου ευχηθείς»!

Αφού το ζεύγος φιλοξενήθηκε για λίγο σε σπίτι του Καραβά, την 3η πρωινή ώρα της 11ης Ιουνίου 1955 χωρίστηκαν. Η Βασιλική επέστρεψε με τον αγωνιστή Παξιαβάνη για τη Λευκωσία και τη Λύση και ο Γρηγόρης πήρε να ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, μέχρι τη μέρα της 3ης Μαρτίου 1957, που στου Μαχαιρά τα μέρη θα τον ανέβαζε στα ουράνια της δόξας τα παλάτια, η θυσία του για λευτεριά της Κύπρου.

Αναδημοσίευση: Philenews

Categories
Επετειολoγιο Ιούνιος

Σαν σήμερα 15/06/1956 περνά στο πάνθεο των ηρώων ο Ηλιάδης Πέτρος

Ηλιάδης Πέτρος
Γεννήθηκε στον Αγρό, της επαρχίας Λεμεσού, το 1932.
Πέθανε το πρωί της 15ης Ιουνίου 1956 στη Λευκωσία από τραύματα που είχε υποστεί το προηγούμενο βράδυ.
Γονείς : Ηλίας Λουκά και Παναγιώτα Ηλία
Αδέλφια : Ανδρέας, Φοινικού, Κλεοπάτρα, Ελλάδα, Ελευθερία

Ο Πέτρος Ηλιάδης φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν απόφοιτος της Απεητείου Ανωτέρας Σχολής Αγρού. Εργαζόταν στη Λευκωσία ως παντοπώλης. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ και διακρινόταν για τα θρησκευτικά και πατριωτικά του αισθήματα. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με την έναρξη του Αγώνα και ανήκε στην ίδια ομάδα με τους ήρωες Ιάκωβο Πατάτσο και Παναγιώτη Γεωργιάδη.

Αρχικά προσέφερε τις υπηρεσίες του στη διαφώτιση, στην απόκρυψη και μετακίνηση οπλισμού και αλληλογραφίας και στη στρατολόγηση νέων για τον αγώνα. Στη συνέχεια επιδίωξε περισσότερη δράση και εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως Λευκωσίας, όπου η Οργάνωση είχε μεγαλύτερη ανάγκη.

Στις 14 Ιουνίου 1956 κατόρθωσε να πλησιάσει από μια στενή πάροδο το ταχυδρομείο της τότε πλατείας Μεταξά, της σημερινής πλατείας Ελευθερίας, για βομβιστική επίθεση εναντίον Άγγλων. Στη στέγη του κτιρίου υπήρχε φυλάκιο με Άγγλους στρατιώτες από τους οποίους έγινε αντιληπτός. Τον πυροβόλησαν με αυτόματο όπλο την ώρα που ετοιμαζόταν να ρίψει τη βόμβα του. Σοβαρά τραυματισμένος ο Πέτρος Ηλιάδης έπεσε στην οδό Θράκης και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Υποβλήθηκε σε πολύωρη εγχείρηση από Έλληνες γιατρούς, οι οποίοι, όμως, δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Είχε βληθεί από δυο σφαίρες που του διέτρησαν το δεξιό πνεύμονα, το στομάχι και τα έντερα. Πέθανε το πρωί της 15ης Ιουνίου 1956.

Στην κηδεία του, που έγινε στον Αγρό, ο πατέρας του, ο οποίος τον καμάρωνε για το ήθος και τον πατριωτισμό του, τον αποχαιρέτησε με ένα δάφνινο στεφάνι λέγοντας : “Έχει η δάφνη μυρωδιά, Πέτρο μου, μα έχει και πικράδα”.

Categories
Επετειολoγιο Ιούνιος

Σαν σήμερα 20/06/1958 περνούν στο πάνθεο των ηρώων οι Κωνσταντίνου Αλέκος, Γεωργιάδης Παναγιώτης, Πατσαλίδης Ανδρέας και ο Αναξαγόρου Κώστας

Κωνσταντίνου Αλέκος
Γεννήθηκε στην Κακοπετριά, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 6 Οκτωβρίου 1936 και έζησε στην Αμμόχωστο.
Σκοτώθηκε στο χωριό Κούρδαλι της επαρχίας Λευκωσίας από έκρηξη βόμβας, στις 20 Ιουνίου 1958.
Γονείς : Κώστας και Ελπινίκη Κωνσταντίνου

Ο Αλέκος Κωνσταντίνου φοίτησε σε δημοτικό σχολείο της Αμμοχώστου, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στο Εμπορικό Λύκειο Αμμοχώστου μέχρι την πέμπτη τάξη. Παρακολουθούσε ταυτόχρονα μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε ινστιτούτο, πρώτευσε στις εξετάσεις και κατόρθωσε να προσληφθεί στον αγγλικό στρατό, εξασφαλίζοντας μια πολύ καλή θέση. Ήταν μοναχοπαίδι και έτρεφε υπερβολική αγάπη προς τη μητέρα του. Ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει, όταν ο Αλέκος ήταν βρέφος.

Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε σε ομάδα του εκτελεστικού της Αμμοχώστου. Στο σπίτι του γίνονταν οι συγκεντρώσεις της ομάδας και εκεί, με τη βοήθεια της μητέρας του, η ομάδα του έκρυβε και τον οπλισμό της. Λόγω της θέσης που είχε στο στρατό, ο Αλέκος έκανε παρέες με Άγγλους στρατιώτες, τους φίλευε στο σπίτι του και έτσι δεν κινούσε την υποψία ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ. Στις 14 Απριλίου 1958, μαζί με συναγωνιστή του, είχαν το θάρρος να εμφανιστούν μπροστά στον σκληρό Άγγλο ανακριτή Ντίαρ και να τον πυροβολήσουν θανάσιμα, κοντά στον κινηματογράφο Ηραίο. Ο Ντίαρ βασάνιζε ανελέητα τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ και προκαλούσε, ύστερα από επανειλημμένες απόπειρες εναντίον του, πως κανένας δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά του και να τον πυροβολήσει. Του είχαν στήσει καρτέρι δίπλα από το Ηραίο. Οι συνοδοί του Ντίαρ, δυο στρατιώτες της στρατιωτικής αστυνομίας, καταδίωξαν τους δυο αγωνιστές, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν μπαίνοντας στο Ηραίο. Στη συνέχεια κατέφυγαν στο αντάρτικο, επειδή ο Ντίαρ πρόλαβε να δώσει περιγραφή τους προτού πεθάνει.

Στις 20 Ιουνίου 1958 ο Αλέκος Κωνσταντίνου συνόδευσε τον Παναγιώτη Γεωργιάδη στα Κούρδαλι, όπου μαζί με τους Κώστα Αναξαγόρα, Ανδρέα Πατσαλίδη και Παναγιώτη Γεωργιάδη σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης, την οποία προόριζαν για ενέδρα εναντίον των Άγγλων

Γεωργιάδης Παναγιώτης
Γεννήθηκε στο χωριό Λειβάδια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 15 Δεκεμβρίου 1929.
Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1958, στο χωριό Κούρδαλι, από έκρηξη βόμβας.
Γονείς : Αχιλλέας Ξιναρής και Ευγενία Χατζηγεωργίου
Αδέλφια : Ανδρέας, Γεώργιος και Ελένη

Ο Παναγιώτης Γεωργιάδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Λειβαδιών και εργαζόταν ως υπάλληλος στη Λευκωσία, σε ιδιωτική επιχείρηση. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ, απ΄ όπου εντάχθηκε στον Αγώνα το 1954. Με την έναρξη του Αγώνα υπηρέτησε ως σύνδεσμος του Διγενή με τον Εθνάρχη Μακάριο με το ψευδώνυμο Ίκαρος. Ήταν, μαζί με συναγωνιστή του, βοηθός υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διανομή του οπλισμού στην περιοχή Λευκωσίας. Μετέφερε και απέκρυβε καταζητούμενα πρόσωπα συνεργαζόμενος στενά με τα αδέλφια του, που διέθεταν κρησφύγετο στο σπίτι τους στα Λειβάδια Πιτσιλιάς, με τους τομεάρχες Λευκωσίας και κυρίως με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, τον οποίο πολλές φορές είχε διακινήσει.

Τον Οκτώβριο του 1956 καταζητήθηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στα βουνά ως αντάρτης. Ενώθηκε με την ομάδα του Στυλιανού Λένα, που ήταν υπεύθυνος του νότιου τμήματος του τομέα Αυξεντίου στην Πιτσιλιά. Ιδιαίτερη ευθύνη είχε για την κατασκευή χειροβομβίδων και ναρκών στα χωριά Κάτω και Πάνω Αμίαντος, όπου ο Λένας είχε μεταφέρει τα εργαστήριά του και ανέπτυξε πολύπλευρη δράση. Τόσο συχνές ήταν οι επιθέσεις της ομάδας τους, που ο Διγενής συμβούλευσε να τις αραιώσουν.

Μετά τη σύλληψη του Στυλιανού Λένα και το θάνατο του Δημητράκη Χριστοδούλου, στις 17 Φεβρουαρίου 1957, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης κατέφυγε στη Λεμεσό με τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου και το Μιχαήλ Ασσιώτη. Από τη Λεμεσό επανήλθε στο χωριό του στα μέσα Νοεμβρίου 1957 και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της περιοχής, που είχε υποστεί βαρύ πλήγμα λόγω μεγάλου αριθμού συλλήψεων.

Στις 20 Ιουνίου 1958, ενώ ο Παναγιώτης δίδασκε το χειρισμό νάρκης μεγάλης ισχύος στους συναγωνιστές του στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη, στα Κούρδαλι, η νάρκη εξερράγη και τον διαμέλισε μαζί με τους Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκο Κωνσταντίνου και Κώστα Αναξαγόρα.

Πατσαλίδης Ανδρέας
Γεννήθηκε στο χωριό Καννάβια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 14 Αυγούστου 1930.
Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1958 στο χωριό Κούρδαλι, από έκρηξη βόμβας.
Σύζυγος : Ειρήνη Πατσαλίδου
Παιδιά : Μαρία και Ανδρέας
Γονείς : Αλέξανδρος Πατσαλίδης και Μαρία Αλεξάνδρου
Αδέλφια : Χαράλαμπος, Λάμπρος και Στέλλα

Ο Ανδρέας Πατσαλίδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Κανναβιών και εργαζόταν αρχικά στον Αμίαντο, όπου έδρασε ως ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της τοπικής Νέας Συντεχνίας, και αργότερα στο δασικό σταθμό Πλατανιών.

Υπήρξε από τους πρώτους μαχητές της ΕΟΚΑ και έλαβε μέρος στην επιχείρηση “Προς τη Νίκη” στις 23 Νοεμβρίου 1955 με την ομάδα του ήρωα Χρίστου Τσιάρτα, στην ενέδρα στο δρόμο Κακοπετριάς – Σπηλιών. Συνεργαζόταν με τους τοπικούς υπεύθυνους της Οργάνωσης των γύρω χωριών και με τις ανταρτικές ομάδες της περιοχής του. Πήρε μέρος, μαζί με τον ήρωα Κώστα Αναξαγόρα και άλλους συναγωνιστές του, στην αφαίρεση ασυρμάτων από το δασικό σταθμό Πλατανιών και στην επίθεση εναντίον του σταθμού αυτού.

Μαζί με τη σύζυγό του απέκρυπτε οπλισμό και πολεμοφόδια και φιλοξενούσε αντάρτες. Το σπίτι του χρησιμοποιόταν ως κέντρο διανομής πολεμοφοδίων, τα οποία διοχέτευε στους τομείς Πιτσιλιάς, Τροόδους και Μαραθάσας. Για περισσότερη ασφάλεια των ανταρτών που φιλοξενούσε, δοκίμασε να σκάψει στο σπίτι του κρησφύγετο, αλλά δεν μπόρεσε, επειδή η γη ήταν πολύ σκληρή. Η ομάδα των ανταρτών που πήγε εκεί, στις 20 Ιουνίου, είχε ως μια από τις αποστολές της τη διερεύνηση τρόπου κατασκευής κρησφυγέτου. Άλλη αποστολή της ήταν η ανατίναξη γέφυρας με νάρκη.

Ενώ ετοιμάζονταν για την αποστολή αυτή, η νάρκη εξερράγη στα χέρια τους την ώρα που προσπαθούσαν να μάθουν τη χρήση της στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη στο Κούρδαλι και τους σκότωσε όλους, καταστρέφοντας και το σπίτι. Ως εκ θαύματος γλίτωσε η σύζυγος του Ανδρέα Πατσαλίδη, Ειρήνη, που ήταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, και η κόρη τους Μαρία, που ήταν μόλις δεκαέξι μηνών.

“Κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου”, αφηγείται η ίδια, “και περίμενα να σταματήσουν να πέφτουν τα κεραμίδια μπροστά μου, για να απομακρυνθώ. Πρώτος, πριν από τον αγγλικό στρατό, κατέφθασε ο αδελφός μου Κυριάκος και αργότερα ο λοχίας Αμιάντου Δήμος Βοσκαρίδης, συνεργάτης του συζύγου μου, ο οποίος μάζεψε και εξαφάνισε τα όπλα τους με τη βοήθεια της αδελφής μου Μαρικούς και έτσι γλιτώσαμε τουλάχιστον τον οπλισμό”.

Αναξαγόρου Κώστας
Γεννήθηκε στο χωριό Σπήλια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 20 Ιουνίου 1935.
Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1958 στο χωριό Κούρδαλι, από έκρηξη βόμβας.
Γονείς : Αναξαγόρας και Μηνοδώρα Λουκά
Αδέλφια : Μάχη, Ανδρέας, Λουκάς, Ξενής, Νίκη, Ελένη, Γιώργος, Στέλλα, Μαρία, Μάριος, Κωστάκης
Αρραβωνιαστικιά : Μαρία Κλεάνθους

Ο Κώστας Αναξαγόρου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σπηλιών και εργαζόταν ως οδηγός στο μεταλλείο Αμιάντου. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της Νέας Συντεχνίας, της ΣΕΚ και του Αθλητικού Συλλόγου “Άρης” Σπηλιών, σωματεία τα οποία ανέδειξε σε εστία εθνικών εξορμήσεων. Διακρινόταν για τον άδολο πατριωτισμό του ο οποίος χαρακτήριζε και όλη του την οικογένεια. “Όλοι μας στην οικογένεια είχαμε βαθιά ριζωμένη μέσα μας την πίστη, ότι Κύπρος θα πει Ελλάδα”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο πατέρας του.

Ήταν από τους πρώτους που πύκνωσαν τη στρατιά της θρυλικής ΕΟΚΑ, μετά την ιστορική μάχη των Σπηλιών, το Δεκέμβριο του 1955. Διατέλεσε σύνδεσμος των ομάδων της ΕΟΚΑ που δρούσαν στα χωριά Σπήλια-Πολύστυπος, τα οποία ήταν κέντρα κατασκευής ναρκών και χειροβομβίδων. Διατηρούσε κρύπτες για την απόκρυψη τόσο του υλικού αυτού όσο και άλλου οπλισμού της Οργάνωσης.

Έλαβε μέρος σε ενέδρες και άλλες αποστολές, όπως ήταν η απόσπαση τριών ασυρμάτων από το δασικό σταθμό Πλατανιών και η ανατίναξη κυβερνητικού εκσκαφέα στα Σπήλια.

Σκοτώθηκε μαζί με τους συναγωνιστές του Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκο Κωνσταντίνου και Παναγιώτη Γεωργιάδη, από έκρηξη νάρκης επιτόπιας κατασκευής. Η νάρκη εξερράγη καθώς οι τέσσερις αγωνιστές την επεξεργάζονταν υπό την καθοδήγηση του Παναγιώτη Γεωργιάδη και την προόριζαν για ενέδρα εναντίον των Άγγλων.

Χαρακτηριστική είναι η φράση του πατέρα του, όταν άκουσε τον θάνατο του γιου του: “Έχασα τον πρώτο. Έχω αμέσως άλλον, έτοιμο να πάρει τη θέση του στον αγώνα”.

Ενδεικτικό της ενότητας και του αγωνιστικού πνεύματος, που χαρακτήριζε τον κυπριακό λαό είναι και το γεγονός ότι οι κάτοικοι των Σπηλιών, τιμώντας τον ήρωα, ανέλαβαν εθελοντικά να καλλιεργούν τα κτήματα της οικογένειας, επειδή ο πατέρας του, λόγω των κακοποιήσεων που υπέστη από τους Άγγλους, δεν ήταν πια σε θέση να τα καλλιεργεί.